πρζ> - πύ:
- προ-εξ-εφ-ίεμαι
- προ-εξ-ηγέομαι
- προ-εξ-ίσταμαι
- προ-εξ-οδεύω
- προ-εξ-ομαλίζω
- προ-εξ-ορμάω
- προ-εορτάζω
- προ-εόρτιος
- προ-επ-αγγέλλω
- προ-επ-άγγελσις
- προ-επ-αινέω
- προ-επ-ανα-σείω
- προ-επ-αφ-ίημι
- προ-επ-εις-φέρω
- προ-επ-εξ-ορμάω
- προ-επ-οικέω
- προ-επι-βάλλω
- προ-επι-βουλεύω
- προ-επι-βουλή
- προ-επι-γιγνώσκω
- προ-επι-δείκνῡμι
- προ-επί-δεσμος
- προ-επι-δίδωμι
- προ-επί-ζευξις
- προ-επι-κοινόω
- προ-επι-κρίνω
- προ-επί-κτισμα
- προ-επι-λογίζομαι
- προ-επι-νοέω
- προ-επι-ξενόομαι
- προ-επι-πάσσω
- προ-επι-πλήσσω
- προ-επι-πνέω
- προ-επι-σκέπτομαι
- προ-επι-σκοπέω
- προ-επι-στέλλω
- προ-επι-χειρέω
- προ-επι-χείρησις
- προ-επίσταμαι
- προ-εργάζομαι