παν-αρκής

παν-αρκής

παν-αρκής, ές, ganz, zu Allem zureichend, allgewaltig, μέγας καὶ δυνατός, Suid.; ἥλιος, Callim. frg. bei Schol. Pind. N. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παναρκής — παναρκής, ές (Α) 1. αυτός που αρκεί σε όλους 2. (για τον ήλιο) αυτός που φωτίζει εξίσου τους πάντες 3. (για καταπλάσματα) αυτός που έχει πολύ μεγάλη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αρκής (< ἄρκος «βοήθεια»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”