παιώνειος

παιώνειος

παιώνειος, = παιώνιος, z. B. φάρμακα, Plut. consol. ad Apoll. 359, ist wohl in παιώνιος zu ändern; vgl. Longin. sublim. 16, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιώνειος — παιώνειος, ον (Α) βλ. παιώνιος …   Dictionary of Greek

  • Παιώνειον — Παιώνειος masc/fem acc sg Παιώνειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιωνείους — Παιώνειος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιώνεια — Παιώνειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”