ἡλικιῶτις — equal in age fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιῶτιν — ἡλικιῶτις equal in age fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… … Dictionary of Greek
ἡλικιωτίδων — ἡλικιω̱τίδων , ἡλικιῶτις equal in age fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτιδα — ἡλικιώ̱τιδα , ἡλικιῶτις equal in age fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτιδας — ἡλικιώ̱τιδας , ἡλικιῶτις equal in age fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτιδες — ἡλικιώ̱τιδες , ἡλικιῶτις equal in age fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτιδι — ἡλικιώ̱τιδι , ἡλικιῶτις equal in age fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτιδος — ἡλικιώ̱τιδος , ἡλικιῶτις equal in age fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτισι — ἡλικιώ̱τισι , ἡλικιῶτις equal in age fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)