- ἡμί-νηρος
ἡμί-νηρος, halbfrisch, für ἡμινέαρος, d. i. halbeingesalzen, Ath. III, 118 f 121 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμί-νηρος, halbfrisch, für ἡμινέαρος, d. i. halbeingesalzen, Ath. III, 118 f 121 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίνηρος — ἡμίνηρος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ πρόσφατος, όχι εντελώς πρόσφατος 2. (για ψάρια) μισοαλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + νηρός «δροσερός (για ψάρια)»] … Dictionary of Greek