παιδο-φίλης

παιδο-φίλης

παιδο-φίλης, ὁ, = Folgdm; Theogn. 1357; Glauc. 1 Ep. ad. 34 (XII, 14, 145).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερημοφίλης — ἐρημοφίλης, ὁ (AM) αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + φίλης (< φιλώ) πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

  • λογοφίλης — λογοφίλης, ὁ (Α) αυτός στον οποίο αρέσουν οι συζητήσεις, αυτός που συνεχώς συζητά απλά, καθημερινά ή και ανούσια θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φίλης (< φίλος, με επίδραση και τού φιλείν), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

  • πορνοφίλης — ὁ, δωρ. τ. πορνοφίλας, Α αυτός που αγαπά τις πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φίλης (< φίλος), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

  • ποδοφιλώ — έω, Μ φιλώ, ασπάζομαι τα πόδια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + φιλῶ (< φιλης < φίλος), πρβλ. παιδο φιλώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”