- ἡμι-γύναιξ
(ἡμι-γύναιξ) ἡμι-γύναικα im acc., Simonid. 106 (VI, 217), Halbweib, = ἡμίανδρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(ἡμι-γύναιξ) ἡμι-γύναικα im acc., Simonid. 106 (VI, 217), Halbweib, = ἡμίανδρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιγύναιξ — ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυναιξ (< γυνή), πρβλ. α γύναιξ, πολυ γύναιξ] … Dictionary of Greek
καλλιγύναιξ — καλλιγύναιξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γύναιξ (< θ. γυναικ τού γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ ός), πρβλ. ημι γύναιξ, φιλο γύναιξ … Dictionary of Greek