φαρμακοτρίφτης — ο / φαρμακοτρίβης και φαρμακοτρίπτης, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) κατώτερος υπάλληλος φαρμακείου που ασχολούνταν με το τρίψιμο τών φαρμακευτικών υλών 2. σκωπτικός χαρακτηρισμός φαρμακοποιού αρχ. δούλος φαρμακοπώλης ο οποίος έτριβε και παρασκεύαζε… … Dictionary of Greek
καπηλοτριβώ — καπηλοτριβῶ, έω (Α) καπηλεύω, είμαι κάπηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπηλος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, χρονο τριβώ] … Dictionary of Greek
λειοτριβώ — (AM λειοτριβῶ, έω) με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, φαρμακο τριβώ] … Dictionary of Greek
οικοτριβώ — οἰκοτριβῶ, έω (Μ) ζω στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, χρονο τριβώ] … Dictionary of Greek
χειροτριβώ — έω, Α τρίβω με το χέρι, χαϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] … Dictionary of Greek
χρονοτριβώ — χρονοτριβῶ, έω, ΝΜΑ καθυστερώ, αργοπορώ, χασομερώ αρχ. παρατείνω κάτι επί μακρό χρονικό διάστημα, συνεχίζω κάτι για πολύ χρόνο («χρονοτριβεῑν τὸν πόλεμον ἐλπίζων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] … Dictionary of Greek