- ἡμερο-νύκτιον
ἡμερο-νύκτιον, τό, = νυχϑήμερον, Sp. Einen acc. ἡμερόνυκτα hat Tzetz. zu Hes. O. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμερο-νύκτιον, τό, = νυχϑήμερον, Sp. Einen acc. ἡμερόνυκτα hat Tzetz. zu Hes. O. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.