- ἡμι-πέπανος
ἡμι-πέπανος, halb reif, Sp.; auch ἡμι-πέπειρος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πέπανος, halb reif, Sp.; auch ἡμι-πέπειρος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπέπανος — ἡμιπέπανος, ον (Α) κατά το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, μισογινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πέπανος «ώριμος» < πεπαίνω «ωριμάζω» με αντίστροφη παραγωγή < πέπων «ώριμος»] … Dictionary of Greek