- ἡμι-πληγής
ἡμι-πληγής, = Folgdm, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 530.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πληγής, = Folgdm, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 530.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπληγής — ἡμιπληγής, ές (Α) αυτός που έχει πληγεί κατά το ήμισυ ο μισοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληγής (< πληγή), πρβλ. α πληγής, εμ πληγής] … Dictionary of Greek
θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] … Dictionary of Greek
ισοπληγής — ἰσοπληγής, ές (Α) (για χορδή) αυτή που πλήττεται με τον ίδιο τρόπο, αυτή που έχει ίσες πλήξεις, χτυπήματα (χρόνου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] … Dictionary of Greek
καταπληγής — καταπληγής, ές (Α) κατάπληκτος, θορυβημένος, περιδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πληγής (πληγή, ἐπλήγην), πρβλ. εμ πληγής, ημι πληγής] … Dictionary of Greek
φρενοπληγής — ες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι πληγής, θεο πληγής] … Dictionary of Greek