- ἡμι-πόνηρος
ἡμι-πόνηρος, = ἡμιμόχϑηρος, Arist. pol. 5, 11 Eth. 7, 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πόνηρος, = ἡμιμόχϑηρος, Arist. pol. 5, 11 Eth. 7, 10, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιλάσταυρος — ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α) αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λάσταυρος «επίθ. τού κίναιδου»] … Dictionary of Greek