- ἡδύσαρον
ἡδύσαρον, τό, ein Schotengewächs, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύσαρον, τό, ein Schotengewächs, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύσαρον — axe weed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυσάρου — ἡδύσαρον axe weed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύσαρο — (hedysarum). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, πολλά από τα οποία είναι μονοετείς ή πολυετείς θάμνοι ή πόες και καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek