- ἡδυ-φαής
ἡδυ-φαής, ές, lieblich glänzend; ἤλεκτρος, D. Per. 317; ἥλιος, Ignat. (XV, 29); πλινϑίς, Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-φαής, ές, lieblich glänzend; ἤλεκτρος, D. Per. 317; ἥλιος, Ignat. (XV, 29); πλινϑίς, Phani. 3 (VI, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek