- ἡδυ-φανής
ἡδυ-φανής, v. l. für das Vorige bei D. Per.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-φανής, v. l. für das Vorige bei D. Per.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυφανής — ές (Α ἡδυφανής, ές) νεοελλ. (ορυκτ.) το αρσ. ως ουσ. ο ηδυφανής αρσενικικό και χλωριούχο ορυκτό τού ασβεστίου και τού μολύβδου αρχ. 1. ο φαινομενικά γλυκός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυφανές η φαινομενική γλυκύτητα, η φαινομενική νοστιμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek