- ἡδυ-πάθεια
ἡδυ-πάθεια, ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-πάθεια, ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθηδυπάθεια — καθηδυπάθεια, ἡ (Α) 1. ηδυπαθής βίος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σαρκική ἐπιθυμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡδυ πάθεια (< ἡδυ παθής] … Dictionary of Greek