ἡγήτειρα

ἡγήτειρα

ἡγήτειρα, , fem. zu ἡγητήρ, die Führerinn, Leiterinn; φωνή Plat. ep. 8 (VI, 43); ὀδμὴν ἡγήτειραν ἀμαλδῠναι φιλότητος Opp. Cyn. 1, 253.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγήτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητείρας — ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem acc pl ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτειραν — ἡγήτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”