ἡσυχία

ἡσυχία

ἡσυχία, , Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ συμπόσιον Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας βίοτος Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Ggstz von κίνησις, Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. πολυπραγμοσύνη, Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Ggstz von κινεῖσϑαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; πρός τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; ὑπέρ τινος, im Ggstz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ ἀφωνία vrbdt; καὶ σιωπή, Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποϑ' ἡσυχία πρόσϑεν μελάϑρων; τί σεσίγηται δόμος; ἐξελϑὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καϑ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Ggstz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ γενέσϑαι, Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”