ἠ-μέν

ἠ-μέν

ἠ-μέν, dem ἠδέ entsprechend, ἠμὲνἠδέ, p. = καὶ καί, sowohl – als auch, s. unter ἠδέ. Seltener entsprechen steh ἠμὲνδέ, Il. 12, 428, ἠμὲνκαί, 15, 664. 670 u. öfter; auch ἠμὲντέ, Od. 8, 575; – ἦ μὲν s. unter .


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέν — indeed indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… …   Dictionary of Greek

  • Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… …   Dictionary of Greek

  • μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν δη — oὐ μὲν δὴ (Α) (για όρκο) βεβαίως όχι («μὰ Δί , ἔφη, oὐ μὲν δή», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… …   Dictionary of Greek

  • ου μεν πως — οὐ μέν πως (Α) κατ ουδένα τρόπο («οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ Αχαιοί», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • Γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. — γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. См. Богу все возможно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. — εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. См. Деньги найдут друга …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”