- παιδευτός
παιδευτός, erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδευτός, erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδευτός — παιδευτός, ή, όν (Α) [παιδεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.) 2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως … Dictionary of Greek
θεοπαίδευτος — θεοπαίδευτος, ον (Α) αυτός που διδάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθοδηγήθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παίδευτος (< παιδεύω), πρβλ. α παίδευτος, αυτο παίδευτος] … Dictionary of Greek
παιδευτά — παιδευτά̱ , παιδευτής teacher masc nom/voc/acc dual παιδευτής teacher masc voc sg παιδευτής teacher masc nom sg (epic) παιδευτός to be gaincd by education neut nom/voc/acc pl παιδευτά̱ , παιδευτός to be gaincd by education fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτῶν — παιδευτής teacher masc gen pl παιδευτός to be gaincd by education fem gen pl παιδευτός to be gaincd by education masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαίδευτος — η, ο (Α εὐπαίδευτος, ον) μορφωμένος, πολυμαθής αρχ. 1. αυτός που δείχνει, που δηλώνει πολυμάθεια («εὐπαίδευτος ἐπιστολή», Διον. Αλ.) 2. φρ. «εὐπαίδευτόν ἐστι» είναι έργο μορφωμένου ανθρώπου. επίρρ... ευπαιδεύτως (Α εὐπαιδεύτως) με ευπαίδευτο… … Dictionary of Greek
παιδευταῖς — παιδευτής teacher masc dat pl παιδευτός to be gaincd by education fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευταί — παιδευτής teacher masc nom/voc pl παιδευτός to be gaincd by education fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτοῦ — παιδευτής teacher masc gen sg παιδευτός to be gaincd by education masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτάς — παιδευτά̱ς , παιδευτής teacher masc acc pl παιδευτά̱ς , παιδευτής teacher masc nom sg (epic doric aeolic) παιδευτά̱ς , παιδευτός to be gaincd by education fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτῇ — παιδευτής teacher masc dat sg (attic epic ionic) παιδευτός to be gaincd by education fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτήν — παιδευτής teacher masc acc sg (attic epic ionic) παιδευτός to be gaincd by education fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)