παιδόθεν

παιδόθεν

παιδόθεν, von Kindheit an, erst Sp., wie Luc. Philopatr. 19; Themist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιδόθεν — (Α) επίρρ. από την παιδική ηλικία, παιδιόθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”