ἠϊόνιος, ion. = ᾐόνιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηόνιος — ᾐόνιος, ίη, ον (Α) (συνηρ. τ. τού ἠιόνιος) αυτός που βρίσκεται πάνω στην ακτή … Dictionary of Greek