- ἠπεροπεύς
ἠπεροπεύς, ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπεροπεύς, ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] … Dictionary of Greek
ἠπεροπεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπῆα — ἠπεροπεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπῆας — ἠπεροπεύς masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπῆες — ἠπεροπεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπῆι — ἠπεροπεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπεροπῆος — ἠπεροπεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
ηπεροπεύω — ἠπεροπεύω (Α) 1. με γοητευτικά λόγια και δελεαστική συμπεριφορά πλανεύω, ξεμυαλίζω γυναίκες, ώστε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις μαζί μου 2. απατώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπεροπεύς] … Dictionary of Greek
ηπεροπηίς — ἠπεροπηΐς, ή (Α) φρ. «ἠπεροπηΐς τέχνη» απατηλά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηπεροπεύς*] … Dictionary of Greek
ἠπεροπέα — ἠπεροπέᾱ , ἠπεροπεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)