ῥυτήρ — ῥῡτήρ , ῥυτήρ one who draws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
веревка — укр. верьовка, др. русск. вьрвь, ст. слав. врьвь σχοινίον (Супр.), болг. връв, сербохорв. вр̑вца, словен. vȓv, род. п. vrvȋ, чеш. vrv; другая ступень чередования гласного: воровина веревка , воровьё веревочные, вервяные изделия . Родственно… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ρυστήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας τὰς ἡνίας» 2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (πρβλ. ῥυστάζω)]. (II) ῆρος, ὁ, Α (σπάν. τ.) βλ.… … Dictionary of Greek
ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… … Dictionary of Greek
ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… … Dictionary of Greek
ρύτειρα — ἡ, Α βλ. ῥυτήρ … Dictionary of Greek
ῥυτῆρα — ῥῡτῆρα , ῥυτήρ one who draws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτῆρας — ῥῡτῆρας , ῥυτήρ one who draws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)