- ῥῑγεσί-βιος
ῥῑγεσί-βιος, nach Phryn. bei B. A. 61 ἐπὶ τῶν πτωχῶν καὶ γυμνῶν, προςποιουμένων δὲ ἀσκεῖν τὸ σῶμα, der eine harte Lebensart führt. S. ῥιγωσίβιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῑγεσί-βιος, nach Phryn. bei B. A. 61 ἐπὶ τῶν πτωχῶν καὶ γυμνῶν, προςποιουμένων δὲ ἀσκεῖν τὸ σῶμα, der eine harte Lebensart führt. S. ῥιγωσίβιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριγεσίβιος — ον, Α ευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῡν δυσρίγους», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι τού ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσί βιος)] … Dictionary of Greek