ῥώμη

ῥώμη

ῥώμη, , 1) Leibesstärke, Kraft; Her. 1, 31; λέλυται γὰρ ἐμῶν γυίων ῥώμη, Aesch. Pers. 877; τοὔργον τόδε μεῖζον ἀνήκει ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν, Soph. Tr. 1015; ἐπ' ἀσϑενοῠς ῥώμης ὀχούμεϑα, Eur. Or. 69; πνεύματ' ἀνέμων οὐκ ἀεὶ ῥώμήν ἔχει, Herc. F. 102; Plat. u. sonst; auch plur., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥώμαις, Lys. 24, 16; τὰς αὑτῶν ῥώμας ἐπιδείκνυνται, Dem. 58, 65. – 2) Gewalt, Macht, Muth; πνίγους, Plat. Legg. I, 633 c; τοῠ λέγειν, IV, 711 e; auch Heeresmacht, Kriegsmacht, Xen. An. 3, 3, 14 Hell. 7, 4, 16; Ἑλλήνων, Isocr. 4, 125.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥώμη — bodily strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμῃ — ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — η σωματική δύναμη, ευρωστία, και σε επέκταση ψυχική δύναμη, θάρρος: Στην περίσταση εκείνη έδειξε σημαντική ψυχική ρώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥώμηι — ῥώμῃ , ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπρουμίδης, Κωνσταντίνος — (Ρώμη 1806 – Ουάσινγκτον 1880). Έλληνας ζωγράφος από Ιταλίδα μητέρα. Ο πατέρας του έφυγε από τα Φιλιατρά και πήγε στην Ιταλία για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο Μ. σπούδαζε ζωγραφική στην Ιταλία αλλά ταυτόχρονα πήρε μέρος στις εκεί… …   Dictionary of Greek

  • ῥώμαις — ῥώμη bodily strength fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμην — ῥώμη bodily strength fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμης — ῥώμη bodily strength fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”