- παιγνιᾱ-γράφος
παιγνιᾱ-γράφος, = παιγνιογράφος, Ath. XIV, 638 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνιᾱ-γράφος, = παιγνιογράφος, Ath. XIV, 638 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιγνιαγράφος — παιγνιαγράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιγνιώδη, εύθυμα ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίγνια + γράφος*] … Dictionary of Greek