ῥέφανος

ῥέφανος

ῥέφανος, , ion. = ῥάφανος, Ammon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρέφανος — ή, Α ιων. τ. βλ. ῥάφανος …   Dictionary of Greek

  • ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ραφάνινος — και ῥεφάνινος, ίνη, ον, Α παρασκευασμένος από ραφανίδα («ῥαφάνινον ἔλαιον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ραφανέλαιο — το / ῥαφανέλαιον, ΝΜΑ, και ραπανόλαδο, Ν, και ῥεφανέλαιον και ῥεφαναιέλαιον, ΜΑ λάδι από ραφανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • ραφανίδα — η / ῥαφανίς ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ 1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου… …   Dictionary of Greek

  • ρεπάνι — και ραπάνι, το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ, και ῥεπάνιν Μ βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού μονοετούς ή διετούς φυτού Raphanus sativus τού γένους ράφανος, τής οικογένειας βρασσικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τη σαρκώδη εδώδιμη ρίζα του, αλλ. ρεπανάκι.… …   Dictionary of Greek

  • ρεπανόσπορον — τὸ, Α ο σπόρος τού ρεπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέφανος + σπόρος (για την εναλλαγή π/φ βλ. λ. ῥάφανος)] …   Dictionary of Greek

  • ρεφανικός — ή, όν, Α [ῥέφανος] ῥαφάνινος* …   Dictionary of Greek

  • χαμαιράφανος — και χαμαιρέφανος, ὁ, ΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ευφόρβιον η άπιος, κοινώς γνωστό σήμερα ως φλόμος, φλομάκι, τσαλαπατίδι και τσιρλαπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ῥάφανος / ῥέφανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”