ῥηγμίν

ῥηγμίν

ῥηγμίν, od. richtiger ῥηγμίς, obwohl der nom. nicht vorzukommen scheint, gen. ῖνος, ὁ, hohes, schroffes Meeresufer, an dem die anschlagenden Wogen sich mit Getös brechen, Wogenbruch, Brandung; Hom. oft, bes. im dat. ῥηγμῖνι ϑαλάσσης, od. mit dem Zusatz ἁλός; den gen. u. accus. hat er nur einmal, Il. 20, 229 Od. 12, 214, in welcher letztern Stelle es von den brandenden Wogen selbst gebraucht ist; ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου Pind. N. 5, 13; ἀκταῖσιν ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου, Eur. I. T. 253; einzeln auch in Prosa, wie Arist. meteor. 2, 8, u. Sp: – Uebrtr., βίοιο, die Brechung oder der Rand des Lebens, d. i. der Tod, Emped. 224. – Nach Hesych. auch = ῥῆγμα, Riß, Spalte.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ῥηγμίν — ῥηγμί̱ν , ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνα — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνας — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνες — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνος — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖσι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖσιν — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • πολυψήφις — και επικ. τ. πουλυψήφις, ιδος, ὁ, ἡ, Α (σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ. β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφίς, ῖδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”