ῥηγματίας

ῥηγματίας

ῥηγματίας, , Einer, der einen Riß oder Absceß in der Lunge oder sonst im Innern hat, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥηγματίας — ῥηγματίᾱς , ῥηγματίας breakage masc acc pl ῥηγματίᾱς , ῥηγματίας breakage masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… …   Dictionary of Greek

  • ῥηγματίαι — ῥηγματίας breakage masc nom/voc pl ῥηγματίᾱͅ , ῥηγματίας breakage masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγματίαις — ῥηγματίας breakage masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγματίης — ῥηγματίας breakage masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγματίαν — ῥηγματίᾱν , ῥηγματίας breakage masc acc sg (attic epic doric aeolic) ῥηγματίας breakage masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηγματώδης — ες / ῥηγματώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥῆγμα, ατος] 1. όμοιος με ρήγμα 2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια») νεοελλ. φρ. «ρηγματώδη τρήματα» ανατ. οπές τής βάσης τού κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα για τη …   Dictionary of Greek

  • ρωγματίας — και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α βλ. ῥηγματίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”