ῥοπή

ῥοπή

ῥοπή, , die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖςδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῠ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ πόλις ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ σῶμα νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς ἔξωϑεν δεῖται προςλαβέσϑαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνϑρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προςϑήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προςκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ πόλεμος, 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῠτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • ῥοπῇ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπή — turn of the scale fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπή — η 1. το να κλίνει, να γέρνει κανείς προς τα κάτω, γέρσιμο: Η ζυγαριά του είχε μιαν ελαφρή ροπή προς τα δεξιά. 2. κλίση σε κάτι, τάση: Έχει ροπή στην ψευδολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοπῆι — ῥοπῇ , ῥοπή turn of the scale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαῖς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπαί — ῥοπή turn of the scale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾶς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπᾷ — ῥοπή turn of the scale fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῆς — ῥοπή turn of the scale fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοπῇς — ῥοπή turn of the scale fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”