ῥύγχος

ῥύγχος

ῥύγχος, τό, die Schnauze, der Rüssel, nach Ath. III, 95 d eigtl. von Schweinen; auch von Vögeln der Schnabel, Ar. Av. 348 u. öfter; u. überh. das Gesicht, bes. das grinzend, zornig verzogene, z. B. eines bösen Hundes, Theocr. 6, 30; die Fratze, vgl. Ath. a. a. O. u. Runkel Cratin. frg. p. 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥύγχος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύγχος — το / ῥύγχος, ΝΜΑ το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ρύγχος — το ους 1. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού των ζώων που προεξέχει, μουσούδι. 2. η μυτερή άκρη κάποιου οργάνου ή εργαλείου: Με το ρύγχος που προσαρμόζεται στο σωληνάριο θα βάζεις κάθε βράδυ αλοιφή στο μάτι σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥύγχει — ῥύγχος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥύγχεϊ , ῥύγχος neut dat sg (epic ionic) ῥύγχος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύγχη — ῥύγχος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥύγχος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύγχεσι — ῥύγχος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύγχεσιν — ῥύγχος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύγχους — ῥύγχος neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαρόρυγχος — κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α) το πτηνό τροχίλος* («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῑρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό ρυγχος, πλατύ ρυγχος] …   Dictionary of Greek

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • πρίστιδα — (pristis). Γένος σελαχίων που είναι ο μόνος εκπρόσωπος της οικογένειας των πριστιδών. Χαρακτηριστικό του ψαριού αυτού είναι το ρύγχος του, που είναι μακρύ και πλατύ και μοιάζει με πριόνι, γι’ αυτό και λέγεται και πριονόψαρο. Με το ρύγχος αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”