ῥόμβος

ῥόμβος

ῥόμβος, , att. ῥύμβος, 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, τροχίσκος, ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῠσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = ῥόπτρον, Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῠ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα κύκλιος ἔνοσις Eur. Hel. 1378; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… …   Dictionary of Greek

  • ῥόμβος — bull roarer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόμβος — ο 1. (γεωμ.), κάθε μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες. 2. το παιδικό παιχνίδι σβούρα. 3. Το ψάρι καλκάνι. 4. (ναυτ.), καθεμιά από τις 32 διαιρέσεις του ανεμολόγιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλκάνι ή ρόμβος — Τελεόστεα ψάρια της οικογένειας των βοθιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστικό ρομβοειδές και επίπεδο σχήμα. Σχεδόν όλα τα ψάρια της ομάδας χρησιμοποιούν μόνο το μάτι που βρίσκεται από τη μία πλευρά του σώματος (αριστερή), το χρώμα της οποίας μοιάζει …   Dictionary of Greek

  • ῥύμβε — ῥόμβος bull roarer masc voc sg ῥύμβος bull roarer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμβον — ῥόμβος bull roarer masc acc sg ῥύμβος bull roarer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμβος — ῥόμβος bull roarer masc nom sg ῥύμβος bull roarer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμβων — ῥόμβος bull roarer masc gen pl ῥύμβος bull roarer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύμβῳ — ῥόμβος bull roarer masc dat sg ῥύμβος bull roarer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόμβοι — ῥόμβος bull roarer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥόμβοις — ῥόμβος bull roarer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”