ῥυάχετος

ῥυάχετος

ῥυάχετος, , der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. ϑόρυβος καὶ συρφετός; v. l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρυάχετος — ὁ, Α θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα αχ και επίθημα ετός (πρβλ. συρφ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • ῥυάχετον — ῥυάχετος unstable crowd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”