παιφάσσω — dart pres subj act 1st sg παιφάσσω dart pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσω — (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι 2. σείομαι 3. κινώ κάτι βίαια, σείω. [ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα… … Dictionary of Greek
παιφάσσοντα — παιφάσσω dart pres part act neut nom/voc/acc pl παιφάσσω dart pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσουσι — παιφάσσω dart pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιφάσσω dart pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίφασσε — παιφάσσω dart pres imperat act 2nd sg παιφάσσω dart imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσειν — παιφάσσω dart pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσοντες — παιφάσσω dart pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσουσα — παιφάσσω dart pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιφάσσουσαν — παιφάσσω dart pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ … Dictionary of Greek
περιπαιφάσσω — Α ρίχνω άγρια βλέμματα τριγύρω («παρδάλιες λιμῷ περιπαιφάσσοντες», Κόιντ). [ΕΤΥΜΟΛ. <περι * + παιφάσσω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek