ἰλύς

ἰλύς

ἰλύς ῠος, ἡ (mit ἴλλω, εἰλύω zusammenhangend), Schlamm, Koth, τεύχεανειόϑι λίμνης κείσεϑ' ὑπ' ἰλῖος (Wolf ἰλ ύος) κεκαλυμμένα Il. 21, 318, Her. 2, 7; Arist. gen. an. 3, 2 u. Sp. [Bei Leon. Tar. 39 (Plan. 230) ist in ἰλύος das υ kurz.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἰλύς — ἰ̱λύ̱ς , ἰλύς mud fem acc pl ἰ̱λύς , ἰλύς mud fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ύλις — ή ὕλις, εως, ἡ, Α η ιλύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς «λάσπη» κατ επίδραση τών ὑλίζω, ὕλη* «καθίζημα, κατακάθι»] …   Dictionary of Greek

  • тимение — болото , церк., др. русск. тимѣно, тимѣниɪе грязь, тина , ст. слав. тимѣно, тимѣниѥ ἰλύς (Еuсh. Sin., Рs. Sin.), в. луж. tymjo, род. п. tymjenja болото , н. луж. tуmе, род. п. mena – то же. Первонач., вероятно, относительное прилаг. *тимѣнъ от… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Возникновение протетических звуков в праславянском языке — Возникновение протетических звуков  праславянское фонетическое изменение. Заключается в появлении согласных *j и *v в начале слова перед гласными. Содержание 1 Описание явления 1.1 Протеза или хиат? …   Википедия

  • PACTOLUS — hodie Sarabat, ex tabulis recentiorib. Lydiae fluv. ex monte Tmolo nascens, et per Sardianum agrum in Hermum influens, qui et Chrysorrhoas, ab eo quod aureas secum trahat arenulas, ex quo Midas in eo se lavisset. Plut in Pactolo: Πακτωλὸς ποταμός …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… …   Dictionary of Greek

  • άσις — (I) ἄσις, η (Α) η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α τού τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η …   Dictionary of Greek

  • ίλυμα — ἴλυμα, τὸ (Α) καθίζημα, κατακάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. ἰλύς και λύμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”