πνευστικός

πνευστικός

πνευστικός, zum Blasen, Athmen gehörig, blähend, Ath. II, 69 e aus Diphil., im compar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνευστικός — ή, όν, Α [πνευστός] 1. ο σχετικός με την αναπνοή, ο αναπνευστικός («ὁ πνεύμων ἐστὶ πνευστικὸν ὄργανον», Γαλ.) 2. αυτός που παράγει αέρια, που επιφέρει φούσκωμα …   Dictionary of Greek

  • πνευστικῶν — πνευστικός of fem gen pl πνευστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευστικόν — πνευστικός of masc acc sg πνευστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευστικῶς — πνευστικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απνευστικός — ή, ό (για έντομα) τύπος αναπνευστικού συστήματος όπου η αναπνοή γίνεται χωρίς την παρεμβολή ειδικών αναπνευστικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερ. + αρχ. πνευστικός «αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην αναπνοή» πρβλ. (αγγλ.) apneustic] …   Dictionary of Greek

  • ολοπνευστικός — ή, ό εντομολ. χαρακτηρισμός πρωτόγονου αναπνευστικού συστήματος ορισμένων εντόμων, τού οποίου όλα τα στίγματα είναι λειτουργικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holopneustic < ολ(ο) * + πνευστικός (< πνέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”