- παν-όμματος
παν-όμματος, ganz Auge, Epigr. (I, 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-όμματος, ganz Auge, Epigr. (I, 117).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανόμματος — ον, ΜΑ (για τον θεό) αυτός που προσβλέπει προς όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. πολυ όμματος] … Dictionary of Greek