- ἱερᾱτευματικός
ἱερᾱτευματικός, = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱερᾱτευματικός, = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερατευματικός — ἱερατευματικός, ή, όν (Α) [ιεράτευμα] ο ιερατικός … Dictionary of Greek