ἱερομήνια

ἱερομήνια

ἱερομήνια, Thuc. 5, 54. Vgl. Herm. Staatsalt. §. 10, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱερομηνία — ἱερομηνίᾱ , ἱερομηνία fem nom/voc/acc dual ἱερομηνίᾱ , ἱερομηνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερομηνία — ἱερομηνία, ἡ (Α) 1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια τού οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες 2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ἱερομήνια — sacred month neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερομηνίᾳ — ἱερομηνίαι , ἱερομηνία fem nom/voc pl ἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερομηνία ή ιερονουμία — Ονομασία του χρονικού διαστήματος που είχε ιερό χαρακτήρα, επειδή κατά τη διάρκειά του πραγματοποιούνταν γιορτές ή αγώνες. Αποτελούσε κοινό όρο, μολονότι υπήρχαν διαφορές στα ημερολογιακά συστήματα των ελληνικών πόλεων. Ι. υπήρχαν στα Ίσθμια, στα …   Dictionary of Greek

  • ἱερομηνίας — ἱερομηνίᾱς , ἱερομηνία fem acc pl ἱερομηνίᾱς , ἱερομηνία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερομηνίαι — ἱερομηνία fem nom/voc pl ἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερομηνίαν — ἱερομηνίᾱν , ἱερομηνία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИЕРОМЕНИЯ —    • Ίερομηνία,          священное месячное время. Смотря по празднику, И. ограничивалась одним или несколькими днями или же распространялась на целый месяц. В продолжение ее все промышленные дела прекращались и нельзя было заниматься ничем, что… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἱερομηνιῶν — ἱερομηνία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερομηνίαις — ἱερομηνία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”