ἱερωσύνη

ἱερωσύνη

ἱερωσύνη, , ion. ἱρωσύνη, Priesterthum, Amt u. Würde eines Priesters; Her. 4, 16 l; Plat. Legg. VI, 759 a; Isocr. 2, 6; ἱερωσύνην οὐδενὸς ϑεῶν κληρώσεται Aesch. 1, 188; προεκρίϑην ἐν τοῖς εὐγενεστάτοις κληροῦσϑαι τῆς ἱερωσύνης τῷ Ἡρακλεῖ Dem. 17, 46; ἱερωσύνης μετασχεῖν 59, 92; Sp. Im plur. auch = das Opfer, Schol. Ar. Pax 923.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερωσύνη — και ιεροσύνη, η (ΑΜ ἱερωσύνη, Μ και ἱεροσύνη, Α ιων. τ. ἱρωσύνη και αττ. επιγρ. τ. ἱερεωσύνη) 1. το αξίωμα τού ιερέα, ιερατεία 2. το σύνολο τών κληρικών, ιερατείο, κλήρος νεοελλ. εκκλ. το μυστήριο με το οποίο καθιερώνεται ένας λειτουργός τής… …   Dictionary of Greek

  • ἱερωσύνη — ἱερώσυνος priestly fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνῃ — ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσύνηι — ἱερωσύνῃ , ἱερώσυνος priestly fem dat sg (attic epic ionic) ἱερωσύνῃ , ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερωσυνῶν — ἱερωσύνη priesthood fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱρωσύνην — ἱερωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) ἱρωσύνη priesthood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… …   Dictionary of Greek

  • ιερεωσύνη — ἱερεωσύνη, ἡ (Α) ιερωσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που μαρτυρείται σε αττική επιγραφή αντί τού ιερωσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… …   Dictionary of Greek

  • ἱερωσύναι — ἱερωσύνᾱͅ , ἱερώσυνος priestly fem dat sg (doric aeolic) ἱερωσύνη priesthood fem nom/voc pl ἱερωσύνᾱͅ , ἱερωσύνη priesthood fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”