ἴτριον

ἴτριον

ἴτριον, τό, gew. im plur., eine Art Kuchen, mit Sesam u. Honig bereitet, Ath. XIV, 646 d, vgl. XI, 472 e; Soph. frg. bei Ath. a. a. O.; Ar. Ach. 1057; D. Hal. 1, 55. Den Accent bestimmt so Arcad. p. 119, also nicht ἰτρίον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίτριον — ἴτριον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά ἴτρια πλακούντια (πίτες) από σουσάμι και μέλι (όπως περίπου το σημερ. παστέλι) ή από αλεύρι, γάλα και μέλι ή με διάφορες άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ἴτριον — cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοις — ἴτριον cake neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίοισιν — ἴτριον cake neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίου — ἴτριον cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίων — ἴτριον cake neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰτρίῳ — ἴτριον cake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴτρια — ἴτριον cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτρίνεος — ἰτρίνεος, α, ον (Α) όμοιος με ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + κατάλ. νέος (πρβλ. μειλί νεος, πυξί νεος)] …   Dictionary of Greek

  • ιτρίς — ἰτρίς, ἡ (Μ) ίτριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ίτριον] …   Dictionary of Greek

  • ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”