- ἵππ-ουρος
ἵππ-ουρος, ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἵππ-ουρος, ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λόφουρος — και λοφοῡρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φουντωτή ουρά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόφουρα α) τα ζώα που έχουν πυκνή χαίτη και φουντωτή ουρά, όπως ο ίππος, ο όνος και ο ημίονος β) τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + ουρος (< οὐρά), πρβλ. ίππ… … Dictionary of Greek