ἰσο-μεγέθης

ἰσο-μεγέθης

ἰσο-μεγέθης, ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγέθης — μεγέθης, μέγεθες (Μ) 1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης 2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευ μεγέθης, ισο μεγέθης)] …   Dictionary of Greek

  • μακρομεγέθης — μακρομεγέθης, ες (Α) πολύ μεγάλος σε μέγεθος, μακρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μέγεθος (πρβλ. απειρο μεγέθης, ισο μεγέθης)] …   Dictionary of Greek

  • μικρομεγέθης — μικρομεγέθης, ες (Α) 1. αυτός που είναι μικρός ως προς το μέγεθος 2. μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • πολυμεγέθης — έγεθες, Α αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ισο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • χηνομεγέθης — έγεθες, Α μεγάλος σαν χήνα («πέρδιξιν, οὕς χηνομεγέθεις εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. ἰσο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

  • ισομεγέθης — μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, μέγεθες) αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος. επίρρ... ἰσομεγέθως (Α) με ισομεγέθη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο μεγέθης, μικρο μεγέθης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”