ἰσο-πληθής

ἰσο-πληθής

ἰσο-πληθής, ές, gleich viel; Hippocr.; ὁπλῖται Thuc. 6, 37; οἱ ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρων ἰσοπληϑεῖς Xen. Ages. 2, 9; Sp., wie D. Cass. 50, 33. – Adv. ἰσοπληϑῶς, Euclid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοπληθής — ές (Α ἰσοπληθής, ές) ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.) αρχ. ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.). επίρρ... ισοπληθώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”