- ἰσο-πλατής
ἰσο-πλατής, ές, gleich breit; τῷ τείχει Thuc. 3, 21; τοίχοις ἀμφοτέρωϑεν, vom Schiffe, Archimel. 1 (App. 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-πλατής, ές, gleich breit; τῷ τείχει Thuc. 3, 21; τοίχοις ἀμφοτέρωϑεν, vom Schiffe, Archimel. 1 (App. 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιοπλατής — ὁμοιοπλατής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο πλατής] … Dictionary of Greek