ισχύω — ισχύω, ίσχυσα βλ. πίν. 5 Σημειώσεις: ισχύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ισχύων, ουσα, ον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἰσχύω — ἰσχύ̱ω , ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ἰσχύ̱ω , ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… … Dictionary of Greek
ισχύω — ίσχυσα 1. έχω ισχύ, επιρροή, επιβολή: Δεν ισχύουν οι παρακλήσεις μου. 2. έχω νομικό κύρος ή εφαρμογή, έχω πέραση: Δεν ισχύουν ορισμένες διατάξεις του συντάγματος. – Δεν ισχύει αυτή η άδεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχῦον — ἰσχύω to be strong pres part act masc voc sg ἰσχύω to be strong pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχῦσαι — ἰσχύω to be strong aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχῦσαν — ἰσχύω to be strong aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχύοντ' — ἰσχύ̱οντα , ἰσχύω to be strong pres part act neut nom/voc/acc pl ἰσχύ̱οντα , ἰσχύω to be strong pres part act masc acc sg ἰσχύ̱οντι , ἰσχύω to be strong pres part act masc/neut dat sg ἰσχύ̱οντι , ἰσχύω to be strong pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίσχυον — ἀνί̱σχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἀνί̱σχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἀνίσχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνίσχῡον , ἀνά ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισχύσω — ἐνῑσχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor ind mid 2nd sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor subj act 1st sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong fut ind act 1st sg ἐνισχύ̱σω , ἐν ἰσχύω to be strong aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίσχυον — ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)