ἱππο-μανής

ἱππο-μανής

ἱππο-μανής, ές, 1) pferdetoll, von rasender Pferdeliebhaberei besessen. – Bei Soph. Ai. 143, σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν' ἐπιβάντ' ὀλέσαι Δαναῶν βοτά, ist nur an die pferdereiche, von Pferden wimmelnde Aue zu denken; nach den Schol. erklärte man auch ἐφ' ὃν οἱ ἵπποι μαίνονται, welche die Rosse gern besuchen. – 2) roßtoll, rossig, von brünstigen Stuten. – Dah. τὸ ἱππομανές – a) ein bes. in Arkadien wachsendes Kraut, dem die Pferde wie toll nachgingen, Theocr. 2, 48, od. nach Anderen, das die Pferde toll macht. – b) nach Arist. H. A. 6, 22. 8, 24, Ael. N. A. 3, 17, ein kleines Fleischgewächs auf der Stirn des neugebornen Fohlens, welches die Mutter abfressen sollte, u. welches zu Liebeszauber benutzt wurde. – c) ein Schleim, der rossigen Stuten aus der Scheide enttropft u. zu Giftmischerei u. Liebeszauber benutzt wurde, Arist. H. A. 6, 18, vgl. Paus. 5, 27, 3 u. s. Voß zu Virg. Georg. 3, 280.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερδομανής — ές αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • λιθομανής — λιθομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά πολύ τους λίθους, τις λίθινες οικοδομές ή τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. δορι μανής, ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ξενομανής — ές (Α ξενομανής, ές) αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. επίρρ... ξενομανώς με ξενομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • φρενομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκομανής — ές, Μ αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • λογομανώ — λογομανώ, έω (Α) έχω μεγάλη έφεση για μελέτη, πάθος για σπουδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογομανής < λόγο * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οιστρομανής — οἰστρομανής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καθίσταται παράφρων από τσίμπημα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οπλομανής — ὁπλομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά μανιωδώς τα όπλα 2. αυτός που αγαπά πολύ τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • φηρομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οικομανία — οἰκομανία, ἡ (Α) μανία για την οικοδόμηση σπιτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανία, λιθο μανία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”