- ἱππό-κροτος
ἱππό-κροτος, vom Hufschlage der Rosse ertönend, ὁδός Pind. P. 5, 86, γυμνάσια, δάπεδα Eur. Hipp. 229 Hel. 207;.Συρίη Posidip. 3 (XII, 131).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππό-κροτος, vom Hufschlage der Rosse ertönend, ὁδός Pind. P. 5, 86, γυμνάσια, δάπεδα Eur. Hipp. 229 Hel. 207;.Συρίη Posidip. 3 (XII, 131).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιαμβόκροτος — ἰαμβόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό κροτος, κωδωνό κροτος] … Dictionary of Greek
μεγάκροτος — μεγάκροτος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος, χαλκό κροτος)] … Dictionary of Greek
χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ποδίκροτος — ον, Α αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. τού πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] … Dictionary of Greek
ποσσίκροτος — ον, Α 1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,) 2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. τού πούς + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek