- ὕδνον
ὕδνον, τό, auch οἶδνον, ein eßbarer Schwamm, wahrscheinlich die Trüffel, Ath. II c. 60 p. 62 ff., u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕδνον, τό, auch οἶδνον, ein eßbarer Schwamm, wahrscheinlich die Trüffel, Ath. II c. 60 p. 62 ff., u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕδνον — truffle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνα — ὕδνον truffle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνοις — ὕδνον truffle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνου — ὕδνον truffle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδνων — ὕδνον truffle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hydnum — Taxobox name = Hydnum image width = 250px regnum = Fungi divisio = Basidiomycota classis = Homobasidiomycetae subclassis = Hymenomycetes ordo = Cantharellales familia = Hydnaceae genus = Hydnum genus authority = L., Fr., 1821 Hydnum is a genus of … Wikipedia
κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
υδνοσφράντης — ὁ, Α 1. αυτός που οσφραίνεται το ύδνο 2. προσωνυμία ατόμου που ζει εις βάρος άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, κωνωπ οσφράντης] … Dictionary of Greek
υδνόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< … Dictionary of Greek
υδνόφυλλον — τὸ, Α είδος πόας που φύεται πάνω από τα ύδνα δηλώνοντας έτσι το σημείο όπου αυτά βρίσκονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδνον + φύλλον] … Dictionary of Greek
ύδνο — το / ὕδνον, ΝΑ μανιτάρι, γένος βασιδιομυκήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην τάξη πολυπορώδη τής κλάσης υμενομύκητες και τού οποίου τα περισσότερα είδη είναι εδώδιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί… … Dictionary of Greek